μώλωπας

μώλωπας
ο
κάκωση του δέρματος από χτύπημα, η μελανιά: Σώθηκε από το τρακάρισμα μόνο με μερικούς μώλωπες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μώλωπας — και μώλωψ, ο (ΑΜ μώλωψ) το σημάδι κακώσεως ή τραύματος ή μελανωπού πρηξίματος τής εξωτερικής επιφάνειας τού σώματος το οποίο συνήθως προκαλείται από σύνθλιψη, δαρμό ή και πτώση μσν. 1. (κατ επέκτ.) πληγή, τραύμα 2. θρόμβος αίματος αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • μώλωπας — μώλωψ mark of a stripe masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπώπιον — τὸ, Α 1. το κάτω από τα μάτια μέρος τού προσώπου 2. συνεκδ. όλη η όψη τού προσώπου 3. (γενικά) μώλωπας, οίδημα 4. φυτό, από τις ρίζες τού οποίου παρασκεύαζαν φάρμακο, κατάλληλο για τα μωλωπισμένα μάτια 5. μτφ. όνειδος, ντροπή 6. στον πληθ. τὰ… …   Dictionary of Greek

  • αιμορραγία — Η έξοδος του αίματος από τα αγγεία που το περιέχουν. Μπορεί να οφείλεται σε τραυματικές βλάβες ή σε παθήσεις που προκαλούν αλλοίωση στα τοιχώματα των αγγείων. Μερικές φορές η τοπική αιτία παραμένει άγνωστη, γιατί το αγγείο που έχει θιγεί… …   Dictionary of Greek

  • αμφίθλασμα — ἀμφίθλασμα, το (Α) [ἀμφιθλῶμαι] πληγή, μώλωπας, μελανιά …   Dictionary of Greek

  • δερματολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά το δέρμα, τα εξαρτήματά του και τις ασθένειές τους. Οι παθήσεις του δέρματος ήταν οι πρώτες που αναγνωρίστηκαν και εξετάστηκαν, επειδή ήταν πολύ εμφανείς. Σε κείμενα που προέρχονται από τον ασσυροβαβυλωνιακό, τον… …   Dictionary of Greek

  • μώδιξ — μῶδιξ, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σμῶδιξ», πρήξιμο από χτύπημα, μώλωπας. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού σμῶδιξ φλέψ, φλυκτίς (Ησύχ.), με σίγηση τού αρκτικού σ (πρβλ. σμικρός: μικρός)] …   Dictionary of Greek

  • πταίσμα — Είναι όρος τόσο του αστικού όσο και του ποινικού δικαίου, ενώ γενικά εννοιολογικά αποτελεί στοιχείο κάθε παράβασης κανόνος ή όρου δικαιοπραξίας. Κατά το δίκαιο των ενοχών, κάθε αθέτηση νομίμων υποχρεώσεων, και ιδιαίτερα των υποχρεώσεων του… …   Dictionary of Greek

  • σαρκόθλασμα — άσματος, τὸ, ΜΑ σημάδι κακώσεως ή τραύματος ή μελανωπού πρηξίματος τής εξωτερικής επιφάνειας τού σώματος, το οποίο, συνήθως, προκαλείται από σύνθλιψη, δαρμό ή και πτώση, μώλωπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + θλάσμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”